- συνεπιφέρω
- ΝΜΑ [ἐπιφέρω]νεοελλ.μτφ. συνεπάγομαι, έχω ως επακόλουθομσν.-αρχ.1. (ενεργ. και μέσ.) επιφέρω κάτι, φέρνω μαζί μου κάτι (α. «τὰ προσόντα μοι χρήματα συνεπιφερόμενος», Άνν. Κομν.β. «τὴν πίστιν συνεπιφέρουσιν [αἱ διηγήσεις]», Δίον. Αλ.)2. παθ. συνεπιφέρομαιφέρομαι, παρασύρομαι μαζί με κάτι άλλοαρχ.1. επιθέτω εφαρμόζω κι εγώ2. (για λέξη) σημαίνω επίσης και κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.